Αιγαίο – Κυκλάδες – Γδόχια στην Εποχή του Χαλκού

 Τα Γδόχια βρίσκονται στο δυτικότερο μέρος του Δήμου και συνορεύει με το Δήμο Βιάννου του Νομού Ηρακλείου.
Από την έδρα του Δήμου, την Ιεράπετρα, απέχει 23 χιλιόμετρα και από τη θάλασσα 3,5 χιλιόμετρα. Βρίσκεται σε υψόμετρο 241 μέτρα και αποτελείται από τρεις συνοικίες, τα  «Δασκαλιανά», τα «Παπαδιανά», τα «Κάτω Γδόχια», καθώς και από τον παράκτιο συνοικισμό «Βάτος». Το προσωνύμιο του οικισμού συνδυάζονται ίσως και με την παράδοση, που φέρει, τον Βάττο, εγγονό του Βασιλιά της Οάξου να διαπεραιώνεται στα απέναντι αφρικανικά παράλια, όπου ίδρυσε την Κυρήνη.  Δυτικότερα του συνοικισμού «Βάτος», υπάρχει ο γραφικός όρμος, ανεπίσημος μικρός οικισμός «Καλικοβρέχτης».

Το όνομα της τοπικής κοινότητας κατά μια εκδοχή είναι αρχαϊκό (“Εκδόχια”) και διασώθηκε, όπως και άλλα, τυπικά και φθογγικά αλώβητο (Κρητ. Χρον. Ι΄400).  Προέρχεται από το αντίστοιχο ρήμα, το “εκδέχομαι” και αποδίδεται στο ότι λόγω της θέσης του, το χωριό “εκδέχεται καιρικά φαινόμενα, π.χ βροχή”.

Ο οικισμός μας της Εποχής του Χαλκού

Στο μέσο της διαδρομής Γδόχια-Βάτος και στη θέση «Στάβλος» υπάρχει προμινωικός οικισμός. Ο οικισμός δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί από την Πολιτεία. (ΥΠ.ΠΟ./ ΑΡΧΑΙΟΤ./ΑΤ./ Φ.24/3666/134/11.8.1979 Φ.Ε.Κ. τ.Β’ 1068 134/21.11.1979).

Τα ευρήματα στον οικισμό οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι υπήρχε στη περίοδο της Χαλκοκρατίας (Εποχή του Χαλκού) και η παρουσία του αποτελεί ένα συνδετικό στοιχείο του νησιού μας με το Αιγαίο Πέλαγος και τις Κυκλάδες.

Το Αιγαίο πέλαγος, η εποχή του χαλκού / κυκλαδικός πολιτισμός

Το Αιγαίο πέλαγος, η κατάσπαρτη από μικρά και μεγάλα νησιά θάλασσα, που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμασαν έτσι από τα μεγάλα του κύματα (τις αίγες, όπως τις έλεγαν (το Αιγαίο πέλαγος έλαβε το όνομά του από το ομηρικό ρήμα “αίσω”, που σημαίνει πηδώ. Η αίγα που σκαρφαλώνει σε κακοτράχαλα μέρη ήταν από τα πρώτα ζώα που εξημέρωσαν οι αρχαίοι Έλληνες και το Αιγαίο, ένα πέλαγος μόνιμα φουρτουνιασμένο, ονομάστηκε έτσι από τους κυματισμούς του, που μεταφορικά παραπέμπουν στα πηδηματάκια της κατσίκας), αποτέλεσε πόλο έλξης από την 11η χιλιετία περίπου π.Χ., δεν κατοικήθηκε όμως συστηματικά πριν από τη Νεολιθική εποχή (6800-3200 π.Χ.).   Η θάλασσα αυτή αποτελεί κατά την εποχή του Χαλκού (3200-1050 π.Χ.) την υδάτινη λωρίδα που ενώνει την ηπειρωτική Ελλάδα με τη Μικρά Ασία, και την Κρήτη και το νότιο Αιγαίο με το βορειοελλαδικό χώρο, τα νότια Βαλκάνια και τον Εύξεινο Πόντο, συνιστώντας έτσι πεδίο έντονων οικονομικών, κοινωνικών και εν γένει πολιτιστικών ζυμώσεων.

Στη Μέση Χαλκοκρατία (2000/1900-1600 π.Χ.), η αναδίπλωση του ελλαδικού πολιτισμού που επιστρέφει στον αγροτικό βίο, αναστέλλει τα βήματα προς την αστικοποίηση που είχαν συντελεστεί στην Πρώιμη Χαλκοκρατία.

Τα αρχαιολογικά δεδομένα από ανασκαφικές και επιφανειακές έρευνες πιστοποιούν ότι η κατοίκηση, η οικονομική ανάπτυξη, η κοινωνική σύνθεση και εν γένει η πολιτιστική εξέλιξη των νησιωτικών οικισμών του Aιγαίου παρουσιάζει τοπικές ιδιομορφίες στη διάρκεια της Πρώιμης Xαλκοκρατίας (3η χιλιετία π.Χ.). Oι ιδιομορφίες αυτές οφείλονται στο μέγεθος των νησιών, τις γεωμορφολογικές – κλιματολογικές συνθήκες, τις διαθέσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές καθώς και στην απόσταση τόσο μεταξύ τους όσο και από την πλησιέστερη ηπειρωτική χώρα. Στα νησιά του Aιγαίου διακρίνονται δύο σημαντικοί πολιτισμοί: ο Τρωικός και ο Kυκλαδικός.

Ο Κυκλαδικός πολιτισμός άκμασε περισσότερο την περίοδο της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3000-2000) και αναπτύχθηκε στα νησιά των Κυκλάδων και άρχισε να ερευνάται το 1898 από τον πρωτοπόρο Έλληνα αρχαιολόγο Χρ. Τσούντα.  Ακολουθήθηκε από τον Μινωϊκό το 2000 π.χ και από τον Μυκηναϊκό στη συνέχεια. Κυκλαδικά αντικείμενα έχουν βρεθεί στα παράλια της Πελοποννήσου, της Βοιωτίας, της Εύβοιας, της Θεσσαλίας, όπως επίσης στο βόρειο Αιγαίο και την Κρήτη, ενώ είναι γνωστός κυρίως από τα πολυάριθμα νεκροταφεία και από λιγοστούς ανασκαμμένους οικισμούς, όπως και εκείνος στο Σταύλο. 

Ο οικισμός μας στο Σταύλο την εποχή του χαλκού

Τα ευρήματα κατά τη μεταβατική φάση Λευκαντί Ι-Καστρί, ότι οι οικισμοί βρίσκονται σε απόκρημνους, παραθαλάσσιους λόφους ή σε ψηλές θέσεις, απομακρυσμένες από την ακτή επιβεβαιώνει αμέσως το συνειρμό, ότι η γεωγραφική θέση αρχαιολογικού θησαυρού μας στο Σταύλο, αντιστοιχεί στην παρουσία κοινωνικής ζωής στην περιοχή μας κατά την ύστερη το πιθανότερο εποχή του χαλκού (υστεροκυκλαδική /μινωϊκή, μυκηναϊκή).

***

Άλλες ιστορικές αναφορές

Στο περιοδικό ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΑ (Ε. Πλατάκη) αναφέρεται, ότι “…εκτός από 15 χωριά της περιοχής αποτυπώνεται και απομονωμένη φάρμα, τα Γδόχια, με αρχαίο όνομα M.AbBOCH στο μεγάλο ανέκδοτο χάρτη του Francesco Basilicata που εικονίζεται στο 50 φύλλο του έργου του, ‘Έκθεσις περί του βασιλείου της Κρήτης”, Candia, έτους 1629.

Η Κοινότητα Γδοχίων εμφανίζεται, σε τούρκικο έγγραφο του τέλους του XVII αιώνα (Βλ. Ν.Σταυρινίδη, Μεταφράσεις τούρκικων εγγράφων, τ. Β’ σελ. 342, Στέργιος Σπανάκης (Κρητικές Εικόνες τ.49, Απρίλης ’85, σελ. 59).

Στις απογραφές του 1677 και του 1834 ο οικισμός δεν εμφανίζεται.

Το 1875 ο υποπρόξενος της Ρωσσίας στο Ηράκλειο, Ι. Μιτσοτάκης, απέγραψε τον πληθυσμό της Ανατολικής Κρήτης.  Την Επαρχία Ρίζου / Αρκαδίας απέγραψε με τον απογραφέα Εμμανουήλ Χατζή Αναγνωστάκη της Επάνω Σύμης. Στην απογραφή αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά χωρίς κατοίκους η Μύρτος, ως οικισμός της Ιεράπετρος. Όχι όμως και τα Γδόχια.

Η μοναδική ολοκληρωμένη επίσημη απογραφή της  Κρήτης έγινε το 1881.

Σ’ αυτήν και στην Επαρχία Βιάννου – Ρίζου (όπου είχαν απογραφεί 5986 Χριστιανοί και 786 Μωαμεθανοί) εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Δήμος Μουρνιών και τα Γδόχια για πρώτη φορά με 296 Χριστιανούς κατοίκους (165 άνδρες και 131 γυναίκες και με αμιγή χριστιανικό πληθυσμό) και την αναφορά, ότι υπάγονται στο Δήμο Μουρνιών του Νομού Λασιθίου, όπου, ως οικισμός καταγράφεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας ότι εντάσσεται στις 18.12.1901, ως οικισμός.   Ενωρίτερα σε ανεπίσημη απογραφή εμφανίζεται να έχει  πληθυσμό 159 αρρένων και 164 θηλέων.  Ο Δήμος είχε απογραφεί, ότι αποτελείται από 8 χωριά με άρρενα πληθυσμό 1111 κατοίκους και  θήλυ 1102 κατοίκους.

Ενδιαφέρουσες πληροφορίες μας δίνει μια σημαντική προσωπικότητα του τέλους του 19ου αιώνα ο Ανθυπολοχαγός του Πεζικού, Νικόστρατος Καλομενόπουλος, ο οποίος εξέδωσε το 1894 μια επιτόπια τοπογραφία και οδοιπορικά της Νήσου Κρήτης με το τίτλο «ΚΡΗΤΙΚΑ»

όπου και αναφέρει,

το «Κοιλάδιον των Γδοχιών», «προς Δ του λεκανοπεδίου της Μύρτου εκτεινεται το ανώμαλον κοιλάδιον των Γδοχιών, το οποίον έχει διεύθυνσιν Β,-Β. και περιλαμβάνει τα χωρία, 1) Γδόχια, χωρίον κατοικούμενον υπό 80 ελληνικών οικογενειών και2) Λουτράκι, χωρίον κατοικούμενον υπό 25 ελληνικών οικογενειών

και το Λεκανοπέδιον της Μύρτου… που περιλάμβανε το Χριστό, τον Παρσά, τους Μύθους, τη Ρίζα, τις Μουρνιαίς, ως έδρα του ομόνυμο δήμου και τη Μύρτο, χωρίον κατοικούμενον υπό 35 ελληνικών οικογενειών και τινας μικράς αγροικίας…»

  • Με το ΦΕΚ 27Α – 31/01/1925 ο οικισμός προσαρτάται στην κοινότητα Μουρνιών,
  • Με το ΦΕΚ 121Α – 18/06/1927 ο οικισμός αποσπάται από την κοινότητα Μουρνιών και προσαρτάται στην κοινότητα Μύρτου
  • Με το ΦΕΚ 159Α – 16/05/1932 ο οικισμός αποσπάται από την επαρχία Βιάννου του νομού Λασιθίου και υπάγεται στην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου
  • Με το ΦΕΚ 390Α – 16/12/1933 ο οικισμός αποσπάται από την κοινότητα Μύρτου και ορίζεται έδρα της κοινότητας Γδοχίων
  • Με το ΦΕΚ 244Α – 04/12/1997 ο οικισμός αποσπάται από την κοινότητα Γδοχίων και προσαρτάται στο δήμο Ιεραπέτρας
    Με νοσταλγία μας γεμίζει το οδοιπορικό από το Ηράκλειο στην Ιεράπετρα του Νικόστρατο Καλομενόπουλου, διάρκειας 16 ωρών περίπου, όπως το αποτυπώνει στα «Κρητικά», που δημοσίευσε το 1894.  Διακρίνει ο αναγνώστης εύκολα στην αφήγηση την ενδιαφέρουσα αναφορά στη νεότευκτη τότε εκκλησία της Παναγίας στα Γδόχια.

Νοέμβριος 2020

Μιχάλης Τσαγκατάκης