“Rapidum Cretae veniemus Oaxen»

(Να φτάσουμε γρήγορα στον Ὄαξο της Κρήτης)

Βιργίλιος (Εκλογαί, Ι, 66)

Χάρη στην τολμηρή απόφαση της κ. Δάφνης Γόντικα το 1991 να το μεταφράσει και την υποστήριξη της Βικελαίας Βιβλιοθήκης, έχομε σήμερα την τιμή της πρόσβασης σε σημαντικές πληροφορίες για την Κρήτη, που περιέχονται στο μνημειώδες δίτομο έργο «Ταξίδια στην Κρήτη» που ο Robert Pashley συνέγραψε το 1837.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για το χωριό μας και συγκεκριμένα τον οικισμό του, τον Βάτο.

Ο Pashley στην αρχή των ταξιδιών του βρέθηκε στο Γαράζο στις 24 και 25 Φεβρουαρίου του 1833, όπου γράφει:

25 Φεβρουάριου 1833

«….Τελικά ό καιρός μού έπέτρεψε να φύγω από τό Γαράζι καί ό γραμματικός του μέ συνόδεψε ώς ὁδηγός. Μετά από μια  ομαλή ανηφόρα μιας περίπου ώρας, ὅπου είδα έκατέρωθεν τού δρόμου τά αμπέλια τού χωριού πού μόλις είχα αφήσει, ή ύπαιθρος άρχισε να παρουσιάζει μιά ὅλο καί πιό άγονη εικόνα, καθώς πλησιάζα­με τήν Άξό. Λίγα λεπτά πριν μπούμε στο χωριό βρήκα στά βράχια δεξιά μας πέντε έκσκαφές πού έμοιαζαν με τάφους. Επιπλέον, βλέπουμε μερικές ιδιαιτερό­τητες: έχουν τοξωτή οροφή και είναι καλυμμένες μέ κονίαμα. Καμμία δέν είναι λαξευμένη στόν σταθερό βράχο, όπως είναι συνήθως οι περισσότεροι τάφοι πού συναντούν οι σύγχρονοι ταξιδιώτες σέ χώρες που είχαν κατοικηθεῖ από ‘Έλληνες. Μια μάλιστα εισχωρεί στήν πλαγιά τοῦ λόφου περισσότερο ἀπό τις ἄλλες. Ο ποταμός τής Άξοῦ προσπερνάει τό χωριό διασχίζοντας τήν πεδιάδα στά νοτιοα­νατολικά. Έγώ θά τον περάσω στη διαδρομή πρός τό Μεγάλο Κάτρο.

Ό Vibi‘s Sequester αναφέρει ὅτι, σύμφωνα μέ το Varro, ή Άξός πήρε τό όνομά της από τό ποτάμι[1]. ‘Ωστόσο, ό Ξενίων καί ό Φιλισθένης πιστεύουν ὅτι προέρχεται από κάποιον ’Όαξο, τοῦ όποιου μητέρα ήταν ή Άκακαλλίς, κόρη τού Μίνωα,[2] καί πατέρας ό Άπόλλωνας.[3]

Οί μύθοι πού συνδέουν τήν πόλη μέ τόν Μίνωα καί τόν ’Απόλλωνα, καθώς καί ή τοποθέτησή της από τόν Σκύλακα κοντά στήν Κνωσό, οδήγησαν τόν καθη­γητή Hoeck στήν ύπόθεση ότι βρισκόταν «κοντά στήν βόρεια παραλία». Πρόκει­ται γιά ενα συμπέρασμα πού δικαιώνει απόλυτα τόν συλλογισμό του, αλλά πού δέν ικανοποιεί έναν άγγλο συγγραφέα [4] ό όποῖος ανακάλυψε ὁτι ό Ηρόδοτος μι­λάει γιά τήν Άξό «ώς μιά αρκετά σημαντική κρητική πόλη, μέ έμπόριο στή θά­λασσα». Σέ αύτό τό απόσπασμα[5] οπού ό ‘Ηρόδοτος έξιστορεῖ τήν άποίκιση τής Κυρήνης, αναφέρει τήν Άξό μιά καί, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ό Θηραίος Βάττος, ό ιδρυτής τής Κυρήνης, ήταν γιός τής Φρόνιμης, κόρης του Έτέαρχου, βασι­λιά αύτής τής πόλης.[6]

Ό Ἕλληνας ιστορικός λέει επίσης οτι κάποιος Θέμισος, θηραίος έμπορος, βρισκόταν τότε στήν Άξό, ένώ λίγο παρακάτω αναφέρει οτι έφυγε από τό νησί παίρνοντας μαζί του τήν Φρόνιμη: μιά αναφορά πού δέν προϋ­ποθέτει «έμπόριο στήν θάλασσα», αλλά φανερώνει ὅτι ή Άξός ήταν «ἕνα αρκετά σημαντικό μέρος». Έξ άλλου, ή ύπόθεση ὅτι είχε έμπόριο στή θάλασσα δέν έξάγεται ούτε από τά νομίσματά της. Τά νομίσματα άλλων πιο σημαντικών πόλεων τής κρητικής ένδοχώρας θά μπορούσαν από μόνα τους νά αποδείξουν ὅτι κατείχαν λιμάνια, άν ὄχι έμπορεῖα στήν παραλία, ὅπως είναι τής Φαιστού, τής Λύττου, τής Ραύκου καί τής Έλύρου. Τής Άξοῦ ὅμως  τά νομίσματα παριστάνουν μόνο τόν Δία καί τόν Απόλλωνα, γεγονός κατανοητό άλλωστε γιά μιά πόλη πού βρίσκε­ται στίς πλαγιές τής ’Ίδης, καί ιδρυτής τής οποίας ήταν σύμφωνα μέ τόν μύθο ένας από τούς γιούς τοῦ δεύτερου θεού.[7] Ή πίσω όψη τού νομίσματος φέρει τό όνομα τών κατοίκων ΓΑΞΙΩΝ, ή πιο συχνά ΑΞΙΩΝ. Ωστόσο, έκδοτες[8] καί νομισματολόγοι[9] έχουν μετατρέψει τό δίγαμμα στήν αρχή τών λέξεων σέ «Σ» καί έτσι διαβάζουμε «Σάξο» ή «Σαξία». Ή άτυχη λέξη έχει μετατραπεῖ σέ «Πάξος» από ένα παλαιότερο λάθος στό κείμενο τοῦ Σκύλακα. Τό δίγαμμα δέν συναντάται πολύ συχνά σέ νομίσματα, αλλά ύπάρχει σέ μερικά τών Έπιζεφυρίων Λοκρών.

Τό νόμισμα τής Άξοῦ πού φέρει στήν πίσω όψη τήν αστραπή καί τά πρώτα γράμματα τοῦ ονόματος τών κατοίκων της, αποδόθηκε από τόν Beger[10] καί στή συνέχεια από τόν Pellerin[11] στήν ’Αξία, πόλη τών ’Οζόλων Λοκρών, ή οποία μά­λιστα δέν έχει κανένα άλλο νόμισμα. ‘Ως συνήθως, ό Mionnet[12] [13] ακολούθησε πι­στά καί χωρίς δισταγμό τόν Pellerin σέ αυτό τό λάθος, παρά τίς σαφείς ένδείξεις οτι τό νόμισμα ανήκε σέ έναν τόπο ὅπου ό Δίας ήταν ιδιαίτερο αντικείμενο λα­τρείας, γεγονός πού δέν ύφίσταται, απ’ σο γνωρίζω, στούς ’Οζόλους Λοκρούς.

Είναι αλήθεια ὅτι ό Beger[14] ὅταν απέδωσε τό νόμισμα στούς Άξίους, ὑποστήριζε ὁτι ή πόλη τών ’ Οζόλων Αοκρών λάτρευε τόν Δία. ‘Ωστόσο, ή μόνη του μαρτυρία είναι τό ίδιο τό νόμισμα. ’Άν καί δεχόταν ὅτι ό κρητικός Δίας ήταν πιό σημαντικός από αύτόν τής Λοκρίδας, αμφέβαλλε γιά τήν ύπαρξη τής Άξοῦ στήν Κρήτη. Είχε παραπλανηθεῖ από μιά λανθασμένη ανάγνωση τοῦ ‘Ηροδότου, τό κείμενο τοῦ όποιου στίς παλιές εκδόσεις γράφει ’Όαξος. Πίστευε άλλωστε ὅτι έφ’ ὅσον πηγή τοῦ Στεφάνου Βυζαντίου ήταν ό ‘Ηρόδοτος, θά πρέπει νά βασι­στούμε στό κείμενο τοῦ τελευταίου γιά νά βρούμε τό πραγματικό ὄνομα τής πό­λης. Θά μπορούσε βεβαίως νά είχε βρει καί τά δύο λήμματα στον Στέφανο Βυζάντιο, στίς λέξεις ’Όαξος καί Άξός. Τό ίδιο άλλωστε συμβαίνει καί μέ τήν Έλεύθερνα πού άναφέρεται μέ δύο μορφές,Έλεύθερνα καί Ελεύθερα. Ό Beger δέν απέδωσε τό νόμισμα στήν Άξια των Έπιζεφυρίων Λοκρών έπειδή ό Κικέρων[15]τήν καταγράφει ως κάστρο, καί ὄχι ώς πόλη. ‘Όσο δέ γιά τήν Αξία των ’Οζό­λων Λοκρών μπορώ νά προσθέσω ὅτι ὄχι μόνο δέν ύπάρχει άλλο νόμισμα αυτής τής πόλης, αλλά καί ή ίδια ή πόλη θά ήταν τελείως άγνωστη ἐάν δέν ύπήρχε τό μοναδικό λήμμα τού Στεφάνου Βυζάντιου.[16] Επιπλέον, ό ισχυρισμός τού τε­λευταίου είναι μοναδικός σέ αντίθεση μέ τή σιωπή όλων τών άλλων συγγραφέων, γεγονός πού σημειώνεται από μερικούς έκδοτες.[17] Έξ άλλου πρέπει νά παραδε­χτούμε ὅτι ακόμα καί άν υπήρξε τέτοιος τόπος, έν πάση περιπτώσει δέν ήταν ση­μαντικός καί δέν είχε έκδόσει δικά του νομίσματα.

’Ένας σύγχρονος γεωγράφος[18] ύποστηρίζει ὅτι, έφ’ ὅσον μετά τον ’Ηρόδοτο δέν άναφέρεται από κανέναν άλλον συγγραφέα, ή Άξός πιθανότατα θά έγινε πε­ρίοικος πόλη τής Έλεύθερνας. Πρόκειται βέβαια γιά μιά ύπόθεση πού δέν είναι μόνο αύθαίρετη αλλά αντιφάσκει καί μέ τις μαρτυρίες. Είναι γνωστό από τίς επι­γραφές τής Τέω[19] [20] ὅτι οι κάτοικοι τής Άξού είχαν τά προνόμια τού ανεξάρτητου κράτους επί διακόσια τουλάχιστον χρόνια μετά από αυτή τήν έποχή. Έξ άλλου, ὅπως λέει καί ό Mannert, ή Άξός άναφέρεται καί πάλι στήν ύστερη έποχή άπό τον ‘Ιεροκλή μέ τό λάθος όνομα Όάξιος.

Λίγο μετά τήν άφιξή μου στήν Άξό συνάντησα έναν άνθρωπο πού μέ οδήγη­σε στά άποκαλούμενα ελληνικά τείχη. Άντιλήφθηκα αμέσως ὅτι πρόκειται γιά ένα ύδραγωγεῖο πού διασχίζει τή μικρή πεδιάδα, ενώνοντας τόν λόφο τού σύγ­χρονου χωριού μέ τόν ψηλότερο λόφο πού βρίσκεται στά Ν.-Ν.Δ. Ό χώρος με­ταξύ τών δύο λόφων έχει πλάτος έβδομήντα ή ογδόντα περίπου βήματα. Διατηρούνται δύο τμήματα τού ύδραγωγείου, τό ένα δεκαέξι βήματα μακρύ καί τριάντα ύψος, τό άλλο είναι ένα μικρό τμήμα μέ τό ίδιο ύψος. Οί λίθοι αύτών τών ύπολειμμάτων είναι μικροί, ένώ ύπάρχει πολύ άσβεστοκονίαμα: στό μικρό­τερο τμήμα βλέπουμε ένα κενό άπό τό όποιο, όπως ισχυρίζεται ό οδηγός μου, κάποιος Φράγκος είχε άποκολλήσει «ένα κομμάτι μάρμαρο» πρίν άπό μερικά χρό­νια. Δέν έδωσα ὅμως βάση στά λόγια του, συμπεραίνοντας πώς τό ύδραγωγειο είχε κτιστεί μετά τήν ένετική κατάληψη, ὅταν κάθε άρχαῖο μνημείο χρησίμευε, όπως άλλωστε μπορεί κανείς νά δει στούς τοίχους πολλών φρουρίων, ώς κατα­σκευαστικό ύλικό. Έξ άλλου είναι φανερό ὅτι τό ύδραγωγειο δέν ήταν σύγχρονο τής αρχαίας δημοκρατίας τής Άξοῦ καί δέν μπορεί νά χρονολογηθεί πριν από τήν ύστεροελληνιστική εποχή.

Οί θετικές διαβεβαιώσεις γιά τήν ύπαρξη μιας έπιγραφής μέ ώθησαν νά ανέ­βω σχεδόν ώς τήν κορυφή του ψηλότερου λόφου. ‘Ένα μέρος τής ανάβασης μάλι­στα έγινε μέσα στό χιόνι. Μπορεί λοιπόν νά καταλάβει κανείς σέ τί ύψόμετρο βρισκόμασταν πάνω από τήν έπιφάνεια τής θάλασσας. ‘Ωστόσο, ή ύποτιθέμενη έπιγραφή δέν ήταν άλλο από μερικά χωρίς νόημα χαράγματα στήν πέτρα. Πρέ­πει άλλωστε νά είναι κανείς πάντα προετοιμασμένος γιά τέτοιου είδους αποτελέ­σματα, αφού οί φτωχοί οδηγοί δέν μπορούν συνήθως νά διαβάσουν.

Είναι προφανές ὅτι τά αρχαία κατάλοιπα πρέπει νά βρίσκονται στόν λόφο πού συναντήσαμε αφήνοντας τήν Άξό. Τό ερειπωμένο ύδραγωγεῖο θά είχε κτι­στεί γιά τά σπίτια πού ήταν ἐκεῖ. Άνηφόρισα λοιπόν τή βόρεια πλαγιά καί μέσα στά καλλιεργημένα χωράφια βρήκα τήν πιό σίγουρη ένδειξη μιας αρχαίας θέσης: αναρίθμητα τμήματα αρχαίας κεραμεικής. ‘Ωστόσο, ή χαρά καί ή έλπίδα πού αίσθάνθηκα από αύτήν τήν ανακάλυψη έσβησε γρήγορα, γιατί γύρω από τήν αρχαία μάλλον ακρόπολη βρήκα τά κατάλοιπα τειχών ένός μεσαιωνικού φρουρίου. Αύτό θά ήταν ένα από τά πολλά φρούρια πού έκτισαν οί Γενουάτες στις αρχές τού δέκα­του τρίτου αιώνα. Μετά τήν ειρήνευση τού νησιού, 140 χρόνια αργότερα, έρημώθηκε, ὅπως  καί τά περισσότερα φρούρια, έτσι ώστε τόν δέκατο έκτο καί τόν δέκατο έβδομο αιώνα ό πληθυσμός τής Άξοῦ δέν ξεπερνούσε τόν σημερινό. Έξ άλλου ή κατασκευή τού φρουρίου θά είχε οπωσδήποτε καταστρέψει τό μεγαλύτερο τμή­μα τού αρχαίου τείχους τής ακρόπολης,ακόμα καί άν είχε έπιζήσει από τις λεηλα­σίες των προηγουμένων αιώνων. ’Έψαξα ὅμως  έπιμελώς σέ ὄλη τήν περιφέρεια μέ τήν έλπίδα νά βρω κατάλοιπα μιας καλύτερης έποχής καί τό πέτυχα: ανακά­λυψα στήν βόρεια πλευρά τής ακρόπολης τμήματα πολυγωνικής τοιχοποιίας, οί ὅγκοι τής οποίας αρμόζουν πολύ καλά μεταξύ τους χωρίς τή χρήση συνδετικής ύλης. Έάν προσέξετε τό σχέδιο (είκ. 15-), θά καταλάβετε ὅτι ανήκουν στήν πρώι­μη έποχή των κυκλώπειων ή πελασγικών τειχών.[21] Κοντά στά τείχη, στό εσω­τερικό τής ακρόπολης, βρήκα άλλα κατάλοιπα, πιθανότατα ένός φρουρίου.

Κοντά στήν αρχαία ακρόπολη, στήν πλαγιά τού λόφου, πάνω άκριβώς από τό σύγχρονο χωριό, βλέπουμε τήν ερειπωμένη εκκλησία τού Αγίου Ίωάννου.[22]Πρωτόγονα φρέσκα καλύπτουν τούς τοίχους καί τήν οροφή της, ενώ ένα μεγάλο τμήμα τού δαπέδου της σώζει ύπολείμματα μωσαϊκών, πού δέν είναι ὅμως  ιδιαί­τερα λαμπρά. ‘Ωστόσο, ανήκαν σέ κάποιο αρχαίο κτίριο,τή θέση τού οποίου κατέ­λαβε αργότερα ή έκκλησία. Έπιστρέφοντας στό χωριό εντόπισα στόν τοίχο τής έκκλησίας Τοῦ Σταυρωμένου ένα όμορφο τμήμα μαρμάρου πού φέρει χαραγμένο ένα επίγραμμα στήν ἀρχαία δωρική διάλεκτο τοῦ νησιού. Ὅλα τά γράμματα εί­ναι τόσο καθαρά ὅσο ὅταν πρωτοχαράχτηκαν:

ΜΝΗΜΟΥΕΝΥΒΡΙΞΗΣΑΓΝ

ΤΑΦΟΝΩΠΑΡΟΔΙΤΑ

ΜΗΣΟΙΜΗΝΙΣΗΠΙΚΡΟΝ

ΕΠΑΓΕΣΙΛΑΣ

ΦΕΡΣΕΦΟΝΑΤΕΚΟΡΑ

ΔΑΜΑΤΕΡΟΣΑΛΛΑΠΑΡΕΡ ΠΩΝ—ΕΙΠΟΝΑΡΑΤΙΩ ΓΑΙΑΝΕΧΟΙΣΕΛΑΦΡΑΝ[23]

Τό όνομα Άγεσίλας αποδίδεται στόν Πλούτωνα, όπως άλλωστε τό χρησιμοποιεί ό Αισχύλος καί άλλοι συγγράφεις.[24] Μερικούς αιώνες νωρίτερα ή έπιγραφή είχε αντιγράφει καί δημοσιευθεΐ στόν Gruter μέ λάθη.[25] Ή εύθυκρισία τού Bentley εν­τόπισε τό αίσχυλικό επίθετο τού Πλούτωνα στό Epagesime, πού έξ αίτιας τής α­προσεξίας τού άντιγραφέα βρέθηκε στό τέλος τού δευτέρου στίχου. Έξ άλλου τού Άριστάρχου τό επ’ ‘Αγεσίλα κάθε άλλο παρά άποκατέστησε σωστά τό κείμενο τού επιγράμματος.[26] Ό Ruhnken διατήρησε το μηνίση, τό όποιο ό Bentley είχε αλλάξει σέ μηνίω, χώρισε τό ἔπι από τό σοι καί ύποστήριξε ὅτι το Αγεσίλας ήταν ή πρωτότυπη λέξη τού επιγράμματος.[27] Ή παραπάνω έξυπνη καί εύτυχής ύπόθέση άποδεικνύεται μέ τόν καλύτερο τρόπο άπό τήν αντιγραφή πού έκανα, παρά άπό όποιαδήποτε άλλη ύποθετική κριτική.

Ή χρήση τού ξ στή θέση τού σ ή σσ στό ένυβρίξης δέν είναι περίεργη. Ό Chishull έχει δημοσιεύσει κρητικές έπιγραφές πού περιέχουν τό δικάξασθαι, τό ψαφίξαμέυοίζ καί άλλους παρόμοιους κρητικούς δωρισμούς.

Ή παρθένα κόρη τής Δήμητρας, ή Περσεφόνη, ονομαζόταν συχνά Κόρη. Θά πίστευε μάλιστα κανείς ὅτι, έάν δέν ύπήρχε ἐκεῖ ένας ναός άφιερωμένος στήν Άθηνά, τό κρητικό Κόριον[28] προέρχεται άπό αὐτό τό ὄνομα παρά άπό κάποια άλλη θεά.

Συχνές άναφορές στήν Περσεφόνη βρίσκουμε στά ορφικά ποιήματα καί σέ ύστερους μύθους, οἱ ὁποῖοι χαίρονται νά θεωρούν τήν Κρήτη τό θέατρο τού έρωτα πολλών θεών.

Σύμφωνα μέ τόν ποιητή Βακχυλίδη, τήν Περσεφόνη άπήγαγε ό Πλούτος άπό τις άκτές τής Κρήτης,[29] καί ὄχι τής Σικελίας. Κατά μιά έκδοχή δέ τό δνο­μα τών Κορυβάντων προέρχεται άπό τόν φύλακα τής Περσεφόνης[30] ό όποιος τήν προστάτευε άπό τίς αιμομικτικές προθέσεις τού Δία. Ό έρωτας όμως πού είχε νιώσει κάποτε αύτός ό ιδιαίτερα κρητικός θεός γιά τήν Δήμητρα ή τήν Ρέα μετα­φέρθηκε στήν κόρη της. Ή κοπέλα καί ό μνηστήρας της μεταμορφώθηκαν σέ ιερά φίδια,[31] καί μετά τόν δέοντα χρόνο ή Περσεφόνη γέννησε τόν διάσημο Ζαγρέα. Αύτός, ενόσω ήταν παιδί άκόμα, τοποθετήθηκε στόν ούράνιο θρόνο καί ό πατέρας του προσέφερε τό σκήπτρο, τήν άστραπή καί τήν έξουσία στούς θεούς καί στούς άνθρώπους.[32] Μολονότι οι Κουρήτες ήταν ύπεύθυνοι γιά τήν άσφάλεια τού νεογέννητου θεοῦ δέν κατόρθωσαν νά τόν προστατέψουν από τήν προδοσία των Τιτάνων; οι οποίοι τον εφόνευσαν[33].

ΕΔΟΞΕΤΩΙΚΟΙΝΩΙΤΩΙΚΡΗΤΑΙΕΩΝ

ΟΙΣΥΓΓΕΝΕΜΙΟΝΤΕΣΤ…ΩΙ.ΚΡΗ…Ε.Ν

ΤΗΙ          Α….ΚΑΙ…ΤΕΤΤ…ΤΟΣ

………………..

……………

…………………

……………….

. …ΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΑΙΚΑΙ…………………………..

ΤΩΙΚΟΙΝΩΙΤΩΙΚΡΗΤΑΙ

……………………………………………………………. ΕΥΝΟΙΑΝΤΩ. [34]

‘Η αναφορά τοϋ Κοινού μάς θυμίζει τόν πολύ γνωστό Συγκρητισμό, ὅπως  ονομαζόταν. Τά διαφορετικά κράτη τοῦ νησιού συνήθιζαν νά αφήνουν τίς έσωτερικές τους ἔχθρες καί νά ένώνουν τίς δυνάμεις τους κάθε φορά πού απειλούντο από κάποιον ξένο ἐχθρό.[35]

Βρήκα έπίσης και τό ακόλουθο τμήμα μιας έπιγραφης:

ΟΙΟ

TIK0CMI

ΔΑΜΟΚΥΔ

ΤΟΝ

ΑΚΡΑΝΚΑ

KAITANC

ΤΙΑΤΧΩ

ΤΩΝΝΙΩΓ

AHCEC©

ΤΟΔΙΚΟ.[36]

Ενόσω βρισκόμουν ακόμα στήν Άξό μου έδειξαν πολλά νομίσματα τής αρ­χαίας πόλης πού είχαν βρεθεί κατά τό όργωμα. Άπό τά σαράντα περίπου πού αγόρασα τά περισσότερα ήταν κρητικά καί μάλιστα τά δεκαέξι τής Άξού. Κανένα δέν ήταν άργυρό.

‘Ορισμένα αργυρά νομίσματα τής Άξού έχουν δημοσιευθει. Τό άναφερόμενο στις εικόνες βρίσκεται στό Δουκικό Αρχείο τής Μόδενας, καί μοιάζει μέ αύτό πού είκονίζεται στό Gotha Numaria του Liebe.

Φεύγοντας άπό τήν Άξό κατηφορίσαμε πρός τό ποτάμι τό όποιο διασχίσαμε στά Ν.-Ν.Α. τής άκρόπολης. ‘Ωστόσο, πριν άρχίσουμε τήν άνάβαση σταματήσαμε γιά νά κοιτάξουμε τά άγονα καί βραχώδη περίχωρα τής Άξού. Ή θέση τής πόλης άνταποκρίνεται πλήρως σέ μιά άπό τίς έτυμολογίες πού δίνει ό Στέφανος Βυζάντιος: «’Όαξος —τινές— διά τό κατάκρημνον είναι τόν τόπον καλοϋσι γάρ τούς τοιούτους τόπους άξους καθάπερ καί ήμεΐς άγμούς».

Ή περιοχή γύρω άπό τό χωριό έχει εδώ καί ἐκεῖ λίγες κατσιασμένες έλιές καί μικρά τμήματα οργωμένης γής. Ή μονότονη ὅμως  γύμνια τών περιχώρων θά πρέπει πάντα νά ήταν έτσι. Φαντάζομαι ὅτι ή επικράτεια τής άρχαίας πόλης έφτανε μέχρι τό Γαράζο καί ὅτι τά σύνορα μέ τήν επικράτεια του Πανόρμου θά ήταν κάπου στήν εὔφορη πεδιάδα του Μυλοποτάμου. Τό Πάνορμο διατηρεί τό όνομα τής άρχαίας πόλης τά κατάλοιπα τής οποίας σώζονται σέ έναν μικρό λόφο στήν άκτή, κοντά στά έρείπια τού Κάστρου τού Μυλοποτάμου. [37] Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τοῦ Πτολεμαίου καί τοῦ Πλινίου,[38] ή πόλη ήταν σέ αύτήν τήν πε­ριοχή. Ό πρώτος τήν τοποθετεί σέ αρκετή απόσταση δυτικά τοῦ Ηρακλείου καί ό δεύτερος ανατολικά τοῦ Ρέθυμνου. Τώρα πώς είναι δυνατόν ένας σύγχρονος συγγραφέας [39] νά αναφέρει αύτά τά κείμενα καί τήν ίδια ώρα νά λέει ὅτι: «Panormos is Porto Panormo, near Mirabel» ομολογώ ὅτι μοΰ είναι δύσκολο νά τό καταλάβω. ’Εάν κοιτάξουμε όποιονδήποτε χάρτη τής Κρήτης θά δούμε ὅτι τό Μιραμπέλο βρίσκεται τουλάχιστον είκοσι μίλια ανατολικά τοῦ Καρτεροΰ, τό οποίο ό ίδιος συγγραφέας τοποθετεί στό Ηράκλειο, ενώ εάν ή θέση τοῦ Ηρα­κλείου ήταν στό Μεγάλο Κάστρο τότε είναι ακόμα πιό μακριά. Έξ άλλου ανα­ρωτιέμαι γιατί ό καθηγητής Hoeck46 δέν πρόσεξε ὅτι αύτά τά κείμενα, ιδιαίτερα τοῦ Πλινίου[40], δέν έναρμονίζονται μέ τήν ύπόθεση ὅτι τό Πάνορμο βρισκόταν στήν θέση τής κυριότερης σήμερα πόλης τού νησιού.[41]

’Αφού λοιπόν σχεδιάσαμε τήν Άξό μέ τά περίχωρά της, συνεχίσαμε γιά δύο περίπου μίλια τήν ανάβαση στή βόρεια πλευρά τής πεδιάδας πού περιβάλλεται από ψηλά βουνά. Στή συνέχεια στρίψαμε αριστερά καί περάσαμε τήν κορυφογραμμή. Μιά κατάβαση είκοσι περίπου λεπτών μάς έφερε σέ ένα ποτάμι. ’Ακολουθή­σαμε τή νότια δχθη επί ένα σχεδόν μίλι, μετά τό διασχίσαμε καί αρχίσαμε πάλι τήν ανάβαση. ‘Όσο πλησιάζει ή δύση καί ὅσο έμείς ανεβαίνουμε πολύ πάνω από τήν επιφάνεια τής θάλασσας τόσο τό κρύο γίνεται πιό διαπεραστικό. Σύντομα μά­λιστα είδαμε καί χιόνι διάσπαρτο στά γύρω βουνά. Τελικά, φτάσαμε στό ψηλό σημείο πού βρίσκεται τό χωριό πού σκοπεύουμε νά διανυκτερεύσουμε. Γιά ένα μίλι ακόμα διασχίζουμε αμπέλια, πού είναι μερικώς καλυμμένα από χιόνι. ’Α­κριβώς πριν από τή δύση φτάσαμε, σχεδόν παγωμένοι, στό χωριό Γωνιές, ὅπου μάς φιλοξένησαν στήν ιδιαίτερα φτωχική καλύβα τού προεστού.

Οί Γωνιές είναι τό πρώτο μέρος πού συναντώ στήν Κρήτη χωρίς σχεδόν καμμία ελιά: δλη ή περιοχή αριθμεί μόνο 150 ρίζες. ‘Όπως σέ ενα χωριό πού δέν έχει αμπέλια είναι σπάνιο νά βρεις κρασί, έτσι καί σέ αυτόν τόν άθλιο οικισμό δέν ύπάρχει λάδι.

Σέ μερικούς τόπους γύρω από τίς Γωνιές τό χιόνι ήταν στρωμένο,[42] καί ο­ρισμένες γυναίκες ξαφνιάστηκαν πού μάς είδαν νά φτάνουμε «στό χιόνι».[43] Γνώ­ριζα βέβαια ὅτι τό χιόνι είναι σχεδόν άγνωστο στις παράλιες καί πεδινές περιοχές τής Κρήτης, δηλαδή στούς πιο μακρινούς τόπους πού γνωρίζουν. Ξαφνιάστηκαν λοιπόν δταν έμαθαν ὅτι στήν πατρίδα μου ύπήρχε πολύ χιόνι καί ὅτι γιά νά τό δώ δέν χρειαζόταν νά πάω στό βουνό.

Μόνο ή φωτιά μπορούσε νά εξουδετερώσει τό κρύο πού έμπαινε στό σπίτι τού προεστού. Ωστόσο, ό καπνός μάς έπνιγε καί μάς τύφλωνε μιά καί ή καλύβα είχε χτιστεί, ώς συνήθως, χωρίς καμινάδα. Περάσαμε ένα πολύ άβολο βράδυ καί μέ χαρά σηκώθηκα από τά χαράματα μέ σκοπό νά φύγω γιά τό Μεγάλο Κάστρο.


[1].  Vibius Sequester, de flum. (15. ed. Oherl). Πρέπει νά συγκρίνουμε μέ τά λόγια τού Varro, τά όποῖα διασώζονται καί από τόν Servius, σχόλια στόν Βιργίλιο, Έκλογαί, I, 66:

 «Αυτούς ή μάνα Άγχιάλη παρακινημένη από μεγάλο πόνο καί φτάνοντας στήν Όαξίδα γ μέ τά δυό της χέρια τούς γέννησε στήν Κρήτη»

μέ  τό απόσπασμα του ‘Απολλώνιου Ρόδιου [1] Διόδωρος Σικελιώτης, ν. 64: «Οί δ’ ούν κατά τήν Κρήτην Ίδαΐοι Δάκτυλοι παραδέδονται τήν τε τού πυρός χρήσιν, καί τήν τού χαλκού καί σιδήρου φύσιν έξευρεΐν τής Άπτεραίων χώρας περί τόν καλούμενον Βερέκυνθον.» Ή παρούσα ανάγνωση τής Άπτεραίων χώρας υιοθετήθηκε από τή μαρτυρία τών χειρογράφων. Ή παλιά ανάγνωση τής Άντισαπτεραίων χώρας, έρμηνεύτηκε εν τή Άπτεραίων χώρα άπό τόν Meursius, 4. Αύτοί οί Ίδαΐοι Δάκτυλοι αναγνωρίζονται ώς Κρητικοί άπό πολλούς συγγραφείς, δπως ό Στράβων,’X, 473, (συνέκρινε XIV. 654): «Τούς γοῦν πρώτους γεννηθέντας έν Κρήτη εκατόν άνδρας Ίδαίους Δακτύλους κληθήναι», καί ’Απολλώνιος Ρόδιος, I, 1127:

Οί μοΰνοι πολλών μοιραγέται ήδέ πάρεδροι

Μητέρας Ίδαίης κεκλήαται, δσσοι έ’ασι

Δάκτυλοι Ίδαΐοι Κρηταιέες, ους ποτέ Νύμφη

Άγχιάλη Δικταΐον άνά σπέος, άμφοτέρησι

Δραξαμένη γαίης Οίαξίδος, έβλάστησε.

Φαίνεται ὅτι ό συγγραφέας δέν έχει καμμία δυσκολία νά τοποθετήσει τό όρος Δίκτυ, πού ήταν ανάμε­σα στήν Ίτανο καί στήν Ίεράπυτνα, καθώς καί τούς υποτιθέμενους Ίδαίους Δακτύλους του, στήν περιοχή τής Άξοΰ. Κοντά δηλαδή στό κέντρο τοϋ νησιού, κάπου στή μέση τής διαδρομής άπό τό δρος Βερέκυνθος στό δρος Δίκτυ. Γιά τήν ύποτιθέμενη κρητική καταγωγή τών Ίδαίων Δακτύλων βλ. τό έξοχο έργο τοϋ καθηγητή Lobeck 1, 1157, fol., ό όποιος στή σελ. 1161 συμπεραίνει ὅτι οί πιό παλιές πηγές είναι ομόφωνες γιά τή φρυγική καταγωγή τους. Βλ. επίσης Hoeck, I, 283.,

[2]. Στέφανος Βυζάντιος: «’Όαξος — καθά Ξενίων από Όάξου τής Άκακάλλιδος τής θυγατρός τού Μίνω». Ή Άκακαλλίς ήταν ή μυθική μητέρα τοῦ Κύδωνα, ιδρυτή μιας άλλης κρητικής πόλης: Στ. Βυζάντιος: «Κυδωνία, πόλις Κρήτης, ή πρότερον Απολλωνία από Κύδωνος τοῦ Απόλ­λωνος καί Άκακάλλιδος τής Μίνωος θυγατρός».

[3]. Φιλισθένης, στον Servius, ο.π.

[4]. Cramer, III, 381.

[5]. Ηρόδοτος. IV. 154.

[6]. Ό ανώτατος ἄρχων κάθε αύτόνομης κρητικής πόλης λεγόταν Κόσμος, καί όχι βασιλιάς. Ό καθηγητής Hoeck ύποθέτει λοιπόν ὅτι σ’ αύτό το απόσπασμα τοῦ Ηροδότου ύπάρχει ή τελευταία ένδειξη τοιά τή βασιλεία τής ήρωικής έποχής. ‘Ωστόσο, ό Thirwall I. I. Ch. VII. 285, παρατηρεί ὅτι δέν γνωρίζουμε ποιό ήταν τό ακριβές αξίωμα στό όποιο αντιστοιχούσε η λέξη Βασιλιάς, καί ὅτι «θά μπορούσε νά ήταν τό ύποκατάστατο τού αύθεντικού κρητικοΰ τίτλου».

[7]. Τά σύμβολα στά νομίσματα τών αυτόνομων έλληνικών πόλεων σχετίζονται πάντα μέ τούς τοπικούς μύθους. Τό ίδιο συνέβαινε ακόμα τή ρωμαϊκή εποχή. Στήν Κρήτη π.χ. ή Γόρτυνα διατήρη­σε τήν Εύρώπη καί τόν ταΰρο, ή Κυδωνιά τή λύκαινα καί τόν νεαρό Μίλητο, ή Iεράπυτνα τόν αετό καί τό φοινικόδενδρο, ή Λάππα τόν ’Απόλλωνα, γιά να δώσουμε παραδείγματα πού μπορούν νά εμ­φανιστούν σέ κάθε γωνιά τής Ελλάδας. Είναι, ωστόσο, βέβαιο ὅτι κατά τήν ύστερη εποχή βρίσκουμε καμμιά φορά τά σύμβολα ενός θεού πού δέν έχει σχέση μέ τόν τόπο, όπως π.χ. ὅταν έπρεπε νά τιμή­σουν έναν αύτοκράτορα. ’Έτσι ή ’Έφεσος τήν έποχή τοῦ Νέρωνα είχε σάν σύμβολο τόν τρίποδα, μιά καί ό αύτοκράτορας συνήθιζε νά αύτοαποκαλεῖται ’Απόλλων, βλ. Va/7/anf. II, 69.

[8] Chishull. 125

[9] Pellerin. III, 72. Για την κρητική πόλη Νάξο θα μιλήσω παρακάτω. Ωστόσο, στηνπερίπτωση της Τέω, δεν υπάρχει το «ΝΑΞΙΩΝ» που διάβασε ο Chandler.  Συνέκρινε τον Eckhel 1. H. 305 με τον Boeckh 2, II, 638

[10]. Beger, I, 467, 468.

[11]. Pellerin, I. 99.

[12]. Mion net. II, 90.

[13] Στέφανος Βυζάντιος: «’Άξος πόλις Κρήτης ώς Ηρόδοτος έν τετάρτη».

[14] Beger, ὅ.π.

[15]. Κικέρων, pro A. Caecina, §7): «Τήν καθορισμένη μέρα ό Καικίνας ήρθε μέ τούς φίλους του στό κάστρο της Άξου. Τό κτήμα γιά τό όποιο λογομαχούν δέν βρίσκεται μακριά άπό αυτόν τόν τόπο».

[16]. Στέφανος Βυζάντιος: «’Αξία πόλις Λοκρών τών Όζόλων, άπό ’Αξίας τής θυγατρός Κλυμένου, ή τού παιδός τού ’Αξίου, ἔστι και πόλις ’Ιταλίας».

[17]. Pinedo, 89α.

[18]. Mannert 2, III, 726.

[19]. Chishull, 116.

[20]. Ιεροκλής, Συνέκδημος, II (σ. 650, έκδ. Wesseling).

[21]. ’Έτσι είναι καί στό ’Άργος, βλ. τήν έξοχη εργασία τού Leake 4. Π, 395: «στήν κορυφή τού βραχώδους λόφου βρίσκεται ενα κατεστραμένο κάστρο τής ύστερης ελληνικής έποχής ή φραγκικό, πού διατηρεί ακόμη τά κατάλοιπα τής αρχαίας άκρόπολης ανάμεσα στούς γκρεμισμένους τοίχους».

[22]. //στο σύγχρονο νεκροταφείο.//

[23]. //I.C., Axos V. 49 1ος αι. π.Χ.//:

«Μή μου ένυβρίξης αγνόν τάφον, ώ παροδΐτα μή σοι μηνίση πικρόν επ’ Άγεσίλας, Φερσεφόνα τε κόρα Δαματέρος· αλλά παρέρπων είπόν Άρατίω- Γαῖαν έχοις έλαφράν».

Ό αναγνώστης μπορεί νά συγκρίνει τίς τελευταίες λέξεις μέ τίς γνωστές ρωμαϊκές ταφικές έπιγραφές, S.T.T.L., «ς είναι τό χώμα ελαφρύ», καθώς καί μέ πολλούς στίχους αρχαίων ποιητών: ’Οβίδιος, Amores, III, 10. 67: «Κόκκαλα, σέ ησυχία, προσεύχομαι καί μέ ασφάλεια νά άναπαυθεϊτε στήν ύδρία καί ας μήν είναι βαρύ τό χώμα στήν τέφρα σας.»

Persius. I, 37: «Τώρα βαριά επιτύμβια στήλη τά κόκκαλα πιέζει.»

[24] ’Αθηναίος, III, 99. β: «Οΐδα δ’ οτι καί Σιμωνίδης πού ό ποιητής άρίσταρχον είπε τόν Δία, καί Αισχύλος τόν “Αιδην άγησίλαον». Καλλίμαχος, Λουτρά Παλλάδος, ν. 130:

«Καί μόνος, εύτε θάνη, πεπνυμένος έν νεκύεσσιν φοιτασεῖ, μεγάλω τίμιος Άγεσίλα».

βλ. Jacobs, XII, 339. Γιά τίς λέξεις Περσεφόνη καί Φερσέφασσα, πού αποδίδονται στήν Δήμητρα, βλ. ‘Ησύχιος, λ. Φερσεφόνεια, Spanheim 2, 683. Heindorf, 404. Koch, Antonin. Liberal.. 234. Γιά τήν έτυμολογία τοῦ ονόματος τής Περσεφόνης καί γιά τήν απόδοσή του στήν Αφροδίτη βλ. Weicker I, 261. fol.

[25] Gruter, MCXXX. no. 9.

[26] Bentley 3. II, 13.

[27] Ruhnken, 113. Ό Hemsterhuis διάβασε έπίσης Άγεσίλας.

[28] Βλ. παραπάνω Κεφ. \ .

[29]. ‘Ησίοδος, Θεογονία, 913:

«”Η τέκε Περσεφόνην λευκώλενον, ήν Άϊδωνεύς ήρπασεν ής παρά μητρός», ενώ ό Σχολιαστής λέει: «Ήρπάσθαι δέ τήν Περσεφόνην φασίν οί μέν έκ Σικελίας, Βακχυλίδης δέ έκ Κρήτης».

[30]. Βλ. Lobeck 1. 546, ό όποιος παραθέτει τόν Πρόκλο, Θεολ., VI. 13, 382: «Άνά λόγον τοΐς έκεϊ Κουρήσι ή τών Κορυβάντων τάξις προβαίνουσα συν τή Κόρη, καί φρουρούσα αύτήν ώς φησίν ή θεολογία διό καί τήν έπωνυμίαν έλαχον ταύτην».

[31]. Βλ. Lobeck /. 458. Άθηναγόρας, c. XX. σ. 292:

«Ζεύς δέ — καί τήν μητέρα ‘Ρέαν άπαγορεύουσαν αύτοϋ τόν γάμον έδίωκε· δρακαίνης δέ αυτής γενομένης — έμίγη — ειτα Φερσεφόνη τή θυγατρί έμίγη βιασάμενος καί αύτήν έν δράκοντος σχήματι».

Ό ‘Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, VI. 1 14, μιλάει γιά τόν Δία:

«πώς σάυ χρυσή βροχή τήν Δανάη, πώς σάν φωτιά τήν κόρη τοῦ ‘Ασωπού ξεγέλασε, πώς τήν Μνημο­σύνη σάν βοσκός, τήν Δηωίδα σάν πιτσιλοτό φίδι.»

[32]. Νόννος, Διονυσιακά, VI. 165:

«Ζαγρέα γειναμένη κερόεν βρέφος, δς Διός εδρης

μοϋνος έπουρανίης έπεβήσατο, χειρί δέ βαιή

άστεροπήν έλέλιζε, νεηγενέος δέ φορήος

νηπιάχοις παλάμησιν έλαφρίζοντο κεραυνοί».

[33]. Νόννος, δ.π., 174:

«’Ένθα διχαζομένων μελέων Τιτήνι σιδήρω,

τέρμα βίου Διόνυσος έχων παλινάγρετον αρχήν,

άλλοφυής μορφοΰτο, πολυσπερές είδος άμείβων—

καί θρασύς ώκλασε ταύρος· άμοιβαίη δε φονήες

ταυροφυή Διόνυσον έμιστύλαντο μαχαίρη».

[34] //I.C.. Axos V. 22, 2ος αί. π.Χ.:

’Έδοξε τώι κοινώι τώι Κρηταιέωι έπειδή—————————–

οί συγγενε(ΐς) δντες τ|ωΐ| τ|ών Κρη|ται| έω ν | κοινώι ΤΗΙ………………………………………………………………………………………………. A…………………………… ΚΑΙ…ΤΕΤΓ………………………….. ΤΟΣ……………………………………………………………………………………………………..

….ά|ποδεδεγμέναι καί ……………………………………..

τώι κοινώι τώι Κρηται (εών……………………………….

…………………………… εύνοιαν τω………………………………………………………………………………………………………………………………………………… ……………………………

[35] Πλούταρχος, Περί Φιλαδελφίας, 19, στον R Wyttenbach. 11, 993: «Μιμούμενου αύτό γοΰν τούτο τών Κρητών, οί’ πολλάκις στασιάζοντες άλλήλοις καί πολεμούντες, έξωθεν έπιόντων πολεμίων διελύοντο καί συνίσταντο* καί τούτο ήυ ό καλούμενος ύπ’ αύτών συγκρητισμός». Συνέκρινε τό Μεγά­λο ‘Ετυμολογικόν, λ. συγχρητίσαι, μέ τόν Hoeck, III, 470.

[36] /71.C., Π, Axos, 34, 1ος αί. π.Χ..//

[37] Δέν έπισκέφτηκα τόν τόπο, αλλά είχα τήν τύχη νά βρώ στήν Βενετία στοιχεία γιά τή θέση της. Συμβουλεύτηκα ένα άπό τά πολλά ένετικά καί ιταλικά χειρόγραφα πού άναφέρονται στήν ιστορία τής Κρήτης άπό τόν δωδέκατο εως τόν δέκατο έβδομο αιώνα. Τό χειρόγραφο βρίσκεται στή Correr Collection, “Historia Candiana descritta da Andrea Cornaro — nobile Veneto, habitante nella citta di Candia metropoli del regno”, //Εύγενής Ενετός, κάτοικος τής μητρόπολης τοϋ βασιλείου τής Κάντια.// Πρέπει νά γράφτηκε στίς αρχές τοῦ προηγούμενου αιώνα. Στή σ. 114 ό συγγραφέας περιγράφει τήν πολιορκία τοῦ Castel Μυλοποτάμου από τούς “Ελληνες ύπό τόν Λέοντα Καλλέργη, τό 1341: «ἐκεῖ βρίσκονταν ‘Ενετοί γιά νά τό ύπερασπίσουν καί νά άντισταθοΰν στόν εχθρό: ἐκεῖ κον­τά, σ’ έναν χαμηλό λόφο διακρίνονται ακόμα τά ερείπια τής ύπέροχης καί όμορφης πόλης τοῦ Πανόρμου πού ονομάζεται έτσι ακόμη καί σήμερα.» Είμαστε ύπόχρεοι στόν κρητικό ιστορικό γιά αύτή τήν αναφορά. Τό χειρόγραφο no 624 τής συλλογής Pococke 1. II, Part II, 258, ακολουθώντας έναν πα­λαιό χάρτη είχε σωστά τοποθετήσει αύτή τή θέση στά δυτικά τοῦ ακρωτηρίου τοῦ Τιμίου Σταυρού καί οκτώ περίπου μίλια από τίς Μαργαρίτες. Δέν πρέπει νά υποθέσουμε από τήν έκφραση τού Corna- ro: «τά έρείπια τής ύπέροχης καί όμορφης πόλης τού Πανόρμου», ότι τά κατάλοιπα είναι σημαντικά. ‘Αναφέρονται, ώστόσο, από τόν Coronelli. no 58: «Πάνορμο, τού όποιου φαίνονται πάραυτα μερικά ερείπια στό ομώνυμο ακρωτήριο, κοντά στό Κάστρο Μυλοπόταμο.»

[38]. //Πλίνιος Η.Ν., IV, XII. 59. Πτολεμαίος, III, 15, 5.//

[39]. Cramer. Ill, 394. //«Τό Πάνορμο είναι τό Πόρτο Πάνορμο κοντά στό Μιραμπέλο».//

[40]  Ό ὁ ὁποῖος μετά τήν Φαλάσαρνα, απαριθμεί τίς κυριότερες πόλεις τής βόρειας ακτής, μέ τή σειρά πού τίς έχουμε ήδη συναντήσει.

[41]. Δέν θά είχα άναφερθεΐ σέ αύτή τήν ύπόθεση εάν είχε ὑποστηριχτεῖ μόνο από τόν Olivier. II, 270. //Γιά τό Πάνορμο βλ. Στ. ’Αλεξίου, «Une inscription de Panormos-Apollonia», 4n.x Origines de I’hellenisme. Hommages a H. van KHrnlorre. Centre G. Glotz. (Paris 1984). 323.//

[42]. Ό Θεοδόσιος Διάκονος, Άκρόασις, IV, 4, περιγράφει τό κρύο πού κυριαρχεί στά κρητικά βουνά: «Χειμώνι πολλώ και κρυμοΐς άνενδότοις— πληγέντες ορμή καί βολή τή τοῦ κρύους— έκ των ορών ώρμησαν».

[43]. ’Ήλθατε στό χιόνι.