Απόσπασμα από την Έκθεση Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τις Γερμανικές Αποζημιώσεις

…. Στις 13, 14, 15 και 16 Σεπτεμβρίου …Ολοκαυτώματα Βιάννου και Ιεράπετρας:

«…. 5000 στρατιώτες του κατακτητή εκτελούν 325 στην Επαρχία Βιάννου Λασιθίου Κρήτης, από τα χωριά Κεφαλοβρύσι, Άγιος Βασίλειος, Αμιρά, Άνω Βιάννο, Βαχό, Καλάμι, Κάτω Βιάννο, Κρεββατά, Πεύκο, Κάτω Σύμη, Συκολόγο, Χόντρο.  Στην επαρχία Ιεράπετρας 126, από τα χωριά Γδόχια, Μάλλες, Μουρνιές, Μύθοι, Μύρτο, Παρσά, Ρίζα και Χριστό…στη συνέχεια ανατινάζουν με δυναμίτες τα σπίτια και καίνε τα χωριά…

῾..Να εξοντωθεί ότι αναπνέει και να καταστραφεί κάθε μέσον ζωής», ήταν η διαταγή του στρατηγού Μύλλερ».   

Μια μάννα έθαψε με τα ίδια της τα χέρια και τους 4 γιους της.  Μόνο στον Αμιρά, στη θέση Σελί, όπου βρίσκεται το ηρώον σκοτώθηκαν 114 άνδρες..

Ο Λευτέρης Αναστασάκης, ένας από τους ελάχιστους που γλύτωσαν απ’αυτό το χωριό, θυμάται:

«..την ημέρα εκείνη, 14 Σεπτεμβρίου είχαμε τη γιορτή του Τίμου Σταυρού και ο κόσμος είχε μαζευτεί στα καφενεία. 

Κατά τις 10 το πρωί ήρθαν οι Γερμανοί και άρχισαν να μας συλλαμβάνουν. 

Μας χώριζαν σε ομάδες ανά 25 άτομα. Εκτέλεσαν την πρώτη και τη δεύτερη ομάδα. 

Εγώ ήμουν να πάω με τη δεύτερη ομάδα, αλλά είδα τους δικούς μου -τον πατέρα μου, τον πεθερό μου και τ’ αδέλφια μου -και τραβήχτηκα κοντά τους. 

Μας πήραν για τον τόπο της εκτέλεσης. Μόλις φτάσαμε, σαστίσαμε από τη φρίκη.  Οι άνθρωποι κείτονταν σωρός, σκοτωμένοι και το αίμα έτρεχε ποταμός.

Μόλις άρχισαν οι πυροβολισμοί, έπεσα αστραπιαία κάτω. Μια σφαίρα με πήρε στο μάγουλο και τρεις στο πόδι.  Σε λίγο άρχισαν τη χαριστική βολή.  Είχα κρύψει το κεφάλι μου στο μπροστινό νεκρό. 

Ήρθε ο Γερμανός και με πάτησε στο σπασμένο μου πόδι, που έτρεχε αίματα για να δει αν ζω. Από τον πόνο αισθάνθηκα πως θα σκιζόταν το μυαλό μου.  Αλλά ο Θεός μου’ δωσε δύναμη και δεν κινήθηκα… έτσι γλύτωσα.

Όταν τον άκουσα κατάλαβα πως είχαμε σωθεί για την ώρα τρεις.  Άμα τελείωσαν οι εκτελέσεις έφυγαν οι Γερμανοί για το χωριό.

Ήρθαν οι γυναίκες στον τόπο της εκτέλεσης και σπάραζαν από τον πόνο. 

Μόλις με βλέπει η γυναίκα μου, 16 χρονών τότε, έγκυος 8 μηνών, βγάζει το φόρεμα και το μαντίλι της και μου το φόρεσαν. Μετά με πήραν στους ώμους και φύγαμε.  Ένας από τους εκτελεσμένους, ο Μανόλης Βερυκοκάκης, γλύτωσε και μετά τη χαριστική βολή….”

Κι ο Αλέκος Παπαδάκης προσθέτει τη δική του μαρτυρία…..

“[…]απομείναμε 25. Τη βραδιά που ήμασταν μέσα κανείς δεν το σκέφτηκε πως θα μας εκτελέσουνε, γιατί αυτοί εκαταρρέανε τότες, γιατί αν ήτανε να το σκεφτούμε και μετά που μας εβγάλανε έξω, ήθαλε φύγομε. Είχε άντρες εκειά, εγώ μπορεί να μην ήμουνα τόσονα αυτό, ήθελε πιάσει ο καθείς ένα Γερμανό, αλλά λέμε αυτοί για να μας τρομοκρατήσουνε το κάνουνε […].Την ώρα που εφτάναμε εδώ κοντά στην “Κερά”, το μέρος που μας εκτελέσανε ήτανε κυκλωμένο από άλλους Γερμανούς και τακτοποιημένη η εκτέλεση με τα πολυβόλα έτοιμα […]

Την ώρα που εφτάξαμε και είδαμε, λέμε ναι εδά θα μας εκτελέσουνε, μονάχα εδώ το καταλάβαμε ότι ήταν για εκτέλεση και αγκαλιαστήκαμε και φιλιούμαστανε, συγχώρεσε με και ο θεός να μας συγχωρέσει ελέγαμε, αλλά ύστερα μας αρχινήξανε πάλι με τα υποκόπανα και μας εβάλανε πάλι κατά δυάδας και μας ετραβούνε εκεί παρά πάνω και μας ελένε γονάτισε, γονατίζει ο πρώτος, γονατίζει ο δεύτερος μέχρι και μας εφέρανε στη γραμμή.

Εγώ είχα τρία παιδιά και ήμουνα 36 χρονών τότε και έβγαλα το σακάκι μου και το πέταξα μακριά για να μην ματωθεί λέει, να το βρει η γυναίκα μου να το βάλει κάνα παιδί και σε μια βούρια κάνα παξιμάδι, κάνα νταγιδόψωμο που τρώγαμε τότε.

Με φωνάζει ο Κακουλαγιώργης που ήταν ποιο πέρα, κουμπάρε Αλέκο, έλα επαέ πέρα να ποθάνουμε μαζί. Σηκώθηκα από το μέρος μου και πήγα εκεί, δεν μου μίλησε κανείς, γονατίσαμε αυτός ήτανε ψάλτης και έψαλε, εγώ δεν ήξερα να ψάλω και ήλεγα της χάρης σου Παναγία μου παρέδωκι η ψυχή μου, και έκανα τον σταυρό μου, της χάρης σου Παναγία μου παρέδωκι η ψυχή μου.

Μιας στιγμής λέει ο Φραγγιάς ο Κακουλάκης βρε παιδιά να μην τους εζητήξουμε το λόγο, για ποιό λόγο θα μας εκτελέσουνε 25 αθώους ανθρώπους χωρίς κατηγορία, να μας εδιαβάσετε κύριοι την κατηγορία και αν έχουμε αιτία να μας εκτελέσετε λέει ο Κακουλάκης ο Φραγγιός, λοιπόν απάντηση καμία, σα δεν εμιλούσανε των νε λέει είσαστε βάρβαρος λαός και θα καταρρεύσετε όπου και να πάτε […]. Το αποτέλεσμα ήτονε να ρίξει τότε μια μπιστολιά ο Γερμανός και να αρχίξουνε τα πολυβόλα…Ε έγινε μέχρι τέρμα. Σας λέω ειλικρινά την αλήθεια, ε, και όπως είχα πέσει δεν εμμείνανε βρε παιδιά, η χάρη της Παναγίας που είναι κι δίπλα, μόνο οι κλωστές στις μανίκες και δεν μούμεινε στην πλάτη μου ουδεμία κλωστή από τις σφαίρες που περάσανε. Επήρα 13 και έχω και ακόμα μια στην σπονδυλική, γιατί μου βγάλανε δυο με πήγε ο μακαρίτης ο Ψαλιδάκης και μούβγαλε δυό, αλλά λιγώθηκα και μου λέει, απόμεινε μια αλλά αν την εβγάλεις ή το “ψιλό” σου δεν θα μπορείς να κάνεις ή το πόδι σου θα πιαστεί, αλλά δόξασι ο θεός μέχρι την ώρα δεν με πειράζει τίποτα.

Ε, έγινε η εκτέλεση με τα πολυβόλα κι τα όπλα, μετά αρχίξανε την χαριστική(βολή), εγώ είχα πέσει ήμουνα ένας βώλος μεγάλος, μου ρίξανε την χαριστική, αλλά φορούσα μια τραγιάσκα και με το πέσιμο σηκώθηκε και την έφαγε. Έντονε έχει μια αυλακιά η κεφαλή μου αλλά το κρανίο δεν τόσπασε μόνο την προβιά επήρε […] Μετά ας αφήσομε αυτό και να πιάσομε το άλλο, εγώ εκεταλάβαινα ότι είχα ζωή αλλά έγινε κάτι χειρότερο και από τις σφαίρες: Όπως είχα πέσει, με συγχωρείτε για την φράση μου, ο πισινός ήτανε πουγγί που λέμε εμείς οι χωριάτες και οι Κρητικοί. Αυτοί εδοκιμάζανε με την κλοτσιά αν είναι κανείς ζωντανός, κι εμένα μου δώκανε μιά, πως ξεκωλιάζονε βρέ παιδιά τα γουρούνια τα Χριστούγεννα κι τους τραβούμε το κωλάντερο τους, ετσά κρεμάστηκε ο κωλάντερος μου […]

Μετά που έγινε το μυστήριο όλο αυτό κατεβήκανε όλοι οι Γερμανοί και σταθήκανε εδώ στο δρόμο, εγώ άκουγα ακίνητος βέβαια, αλλά μύγες, το αίμα έτρεχε αυλάκι από όλες τις μεριές…”.