Σοβαρή διάσταση έχει η φαινομενική αντίθεση των συμφερόντων των κτηνοτρόφων της ευρύτερης περιοχής μας – και όχι μόνο – με τους αγρότες και τους κατοίκους των χωριών μας. Η διαφορά αυτή προσεγγίστηκε πάντοτε με προχειρότητα και ελαφρότητα από την Πολιτεία και τους αρμόδιους φορείς και αυτό έχει επιτρέψει τη διαιώνιση του προβλήματος και την κατά καιρούς επικίνδυνη έξαρσή του.
Η τάξη των κτηνοτρόφων, δεν υπάρχει αμφιβολία, συμβάλλει στην Εθνική Οικονομία ποικιλότροπα και η μεθοδική αντιμετώπιση των προβλημάτων που συναντούν στον εξαιρετικά τραχύ από πολλές απόψεις παραγωγικό αυτό χώρο, πρέπει να επιδιώκεται τόσο από την πλευρά τους, όσο και από την πλευρά της Πολιτείας.
Δυστυχώς, αν και έχουν γίνει σημαντικά βήματα από την πλευρά της Πολιτείας μέσα σ’ ένα ευνοϊκό κοινοτικό θεσμικό περιβάλλον, τόσο με το καθεστώς των επιδοτήσεων, όσο και με την προβολή των κτηνοτροφικών προϊόντων, υπάρχει ανάγκη γι ακόμη μεγαλύτερη και σοβαρότερη έγκυψη στα αιτήματά τους και τα προβλήματα που επισημαίνουν.
Με το ίδιο όμως ενδιαφέρον, είναι απαραίτητο η Πολιτεία να εγκύψει και στα προβλήματα που δημιουργεί η ανέλεγκτη δράση και κίνησή τους στο υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, στους κατοίκους των περιοχών στις οποίες κινούνται και στα συμφέροντα που οι αγρότες και κάτοχοι γενικά γεωργικών εισοδημάτων έχουν στις περιοχές αυτές.
Είναι αναγκαίο να ανοίξει ένας δημιουργικός διάλογος, ο οποίος θα επιτρέψει σε όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές να συμμετάσχουν στέλνοντας τη γνώμη τους για να καταχωρηθεί στις στήλες της, ώστε να μπορέσουμε τελικά να εξασφαλίσουμε την ειρηνική συνύπαρξη και συμβίωση των κοινωνικών ομάδων που κατά το φαινόμενο και μόνο έχουν αντίθετα συμφέροντα, αλλά στην πραγματικότητα κοινά.
Η δημιουργία πχ ζωνών βοσκής, τις οποίες οι κτηνοτρόφοι οφείλουν να σέβονται και η παραβίαση τους θα συνοδεύεται από σοβαρές κυρώσεις, η αναβάθμιση των περιοχών που έχουν το πρόβλημα, που μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους, όπως με την πραγματοποίηση αρδευτικών και άλλων έργων, η προσπάθεια να συγκεραστούν οι αντίθετες απόψεις, είναι μερικές μόνο από πολλές καλές προτάσεις που είναι ρεαλιστικές και μπορούν να οδηγήσουν στην επίλυση του αγκάθινου προβλήματος που δεν μπορεί να καθυστερήσει περισσότερο.
Μια προσπάθεια αλλαγής της νοοτροπίας, όμως είναι απαραίτητη.
Με τα δένδρα και τη βλάστηση να εξαφανίζονται πολλά ζώα δεν μπορούν να επιζήσουν. Η βλάστηση δεν μπορεί να υπάρξει ξανά καθώς η γη διαβρώνεται εξαιτίας της ξήρανσης του εδάφους. Η πρόσφατη αύξηση της ανάπτυξης αιγοπροβάτων ισοδυναμεί με θλιβερή ανάπτυξη, καθώς αυτά τα ζώα προτιμούν ξερές, λοφώδεις, ορεινές και βραχώδεις περιοχές, όπου και κατατρώγουν όποια βλάστηση υπάρχει. Σε μερικές περιοχές η εξαντλητική βοσκή έχει ως αποτέλεσμα να σχηματιστούν εκτεταμένες διαβρωμένες περιοχές από τα βρόχινα νερά που δεν μπορούν να συγκρατηθούν από κανένα είδος βλάστησης.
Σε πολλές περιπτώσεις οι γεωργοί σταμάτησαν να χρησιμοποιούν τη γη και μερικοί οργανισμοί βρήκαν καταφύγιο σ’ αυτήν, όμως τίποτε πια είναι, όπως ήταν στη φυσική κατάσταση πριν από την ερήμωση.
Η εξάντληση της βλάστησης στερεί πολλούς οργανισμούς από την τροφή, άλλους από έντομα με τα οποία τρέφονται πουλιά από τα καταφύγιά τους, παρεμποδίζει τη γονιμοποίηση.
Έτσι, κυκλικά όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί επηρεάζονται καταστροφικά.
Ένα μεγάλο μέρος της γης όπως σε άλλες στήλες γράφεται έχει καταστραφεί και συνεχίζει η καταστροφή ν’ απλώνεται εξαιτίας της εξαντλητικής βόσκησης του εδάφους και της εγκατάλειψής της ακόλουθα από τους γεωργούς.
Το θέμα με κάθε τρόπο πρέπει να έλθει στο προσκήνιο και σε πρώτο επίπεδο προτεραιότητας, να βοηθήσουμε, τις τοπικές αρχές μας, να φυτέψουν δένδρα, να σπείρουν, να καλλιεργήσουν, να υποστηρίξουν ιδιωτικές πρωτοβουλίες, να ενθαρρύνουν την προσεκτική, ορθολογική μεταχείριση και διαχείριση της γης, να συνειδητοποιήσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, να απομακρύνουν αμέσως τις παράνομες περιφράξεις και τα κοπάδια και να εκπονήσουν προγράμματα και μελέτες δημιουργίας ειδικών περιοχών βοσκοτόπων, να επιβάλλουν κυρώσεις, να αναζητήσουν ευθύνες, να εκπαιδεύσουν κλπ. Πρέπει να νοιώσουμε, ότι όταν η γη και τα ζώα φύγουν είναι πολύ δύσκολο να ξαναδημιουργηθούν.
Μπορούμε την εκτεταμένη γη στην περιοχή μας που εκτείνεται από το χωριό μας μέχρι τη θάλασσα που τώρα αρχίζει να προσβάλλεται να την προστατέψουμε, χωρίς ίσως και να χρειαστεί να έρθουμε σε σύγκρουση με οποιοδήποτε !
Το 30% του ελληνικού χώρου έχει υποστεί – μη αναστρέψιμα – το φαινόμενο της ερημοποίησης, ενώ σοβαρή υποβάθμιση της παραγωγικότητας του εδάφους έχει υποστεί η μισή και πλέον έκταση της χώρας, κυρίως στο νότιο και ανατολικό τμήμα της.
Τα ανησυχητικά αυτά στοιχεία που δείχνουν το μέγεθος και τη σοβαρότητα του προβλήματος της ερημοποίησης αναφέρθηκαν εκτεταμένα στο παρελθόν, στο Διεθνές Συνέδριο που έγινε στις 29 Οκτωβρίου 1996 στο Ηράκλειο της Κρήτης με θέμα την «ερημοποίηση της Μεσογείου – Μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος», το οποίο οργανώθηκε από το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας [ΕΘΙΑΓΕ] με τη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο οποίο συμμετείχαν εκπρόσωποι από 18 χώρες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασαν ο γενικός διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας [ΕΘΙΑΓΕ] δρ. Μ. Τσόγκας και ο πρόεδρος της Εθνικής Οργανωτικής Επιτροπής του συνεδρίου, δρ. Ν. Γιάσογλου, το πρόβλημα της ερημοποίησης τείνει να λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, όχι μόνο για τη Μεσόγειο, αλλά και για όλη την Ευρώπη. Για την Ελλάδα ανέφεραν επί πλέον, ότι το φαινόμενο της ερημοποίησης απειλεί κυρίως τη ζώνη της ελιάς και του σταριού, ενώ αν επέλθει και το φαινόμενο του θερμοκηπίου μέσα στα προσεχή 10 –20 χρόνια είναι πιθανή η μείωση της παραγωγής σίτου της Θεσσαλίας στο ποσοστό του 40% της σημερινής και ότι ενώ θα έπρεπε η πολεοδομική δραστηριότητα να στρέφεται στις εκτάσεις αυτές, δυστυχώς καταστρέφονται εκτάσεις που μπορούν να βελτιώσουν και να αποτρέψουν την επερχόμενη περιβαλλοντική καταστροφή.
Τα τελικά επαγωγικά συμπεράσματα της έρευνας συμπυκνώθηκαν στις παρατηρήσεις, ότι η ιστορία επιβεβαιώνει, ότι η Κρήτη, ήταν στο παρελθόν καλυμμένη από πυκνά δάση.
Πρόσφατα οι επιστημονικές αυτές παρατηρήσεις ενισχύθηκαν, όπως προκύπτει από σχετική συνέντευξη στον τύπο που έδωσε ο Ακαδημαϊκός Κώστας Ζερεφός, https://www.efsyn.gr/efkriti/koinonia/200029_i-erimopoiisi-apeilei-kai-tin-kriti
Οι δασικές εκτάσεις μειώθηκαν μέσα από την εξέλιξη αιώνων, ως συνέπεια της ταραχώδους ιστορίας του νησιού και συμπληρώνεται μέχρι σήμερα λόγω της κακής διαχείρισης και της αλόγιστης απρογραμμάτιστης εξαντλητικής βοσκής που επιτρέπεται.
Η αναδάσωση των λόφινων και ορεινών περιοχών πρέπει να αντιμετωπιστεί, ως ένα πολύπλοκο μακροχρόνιο έργο, με διαδικασία βαθιάς ενημέρωσης και αφομοίωσης από όλους της αναγκαιότητας αυτής, μελέτης, αξιολόγησης. Ακόμη υπογραμμίζεται η πρακτική παρατήρηση, ότι η προσπάθεια πρέπει να βασιστεί σε σοβαρή πολιτική βούληση και τέλος πρέπει να αφομοιωθεί και να γίνει δεκτή, ως ζωτική ανάγκη από τους κατοίκους των γύρω περιοχών.
Ο κύριος στόχος δεν είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση η εξέταση αποτροπής της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος, όσο η ανάπτυξη εκείνων των συνθηκών που θα επιτρέψουν τη συνέχεια και την αναγέννηση της φυσικής βλάστησης. Ένα αποτελεσματικό μέτρο που θα μπορούσε να προλάβει την ανάπτυξη του φαινομένου της ερημοποίησης είναι η ανάπτυξη εναλλακτικών κοινωνικά ανεκτών σχημάτων αξιοποίησης της γης. Αυτά τα σχήματα θα μπορούσαν να συνίστανται στον καθορισμό ζωνών σε κάθε απειλούμενη περιοχή.
Οι κλίσεις και οι αναβαθμίδες θα μπορούσαν να είναι το κύριο κριτήριο για τη απεικόνιση κάθε διαχειριζόμενης ζώνης. Ζώνες βοσκής, βιοκλιματικοί χάρτες, χάρτης απειλούμενων με διάβρωση περιοχών και η δημιουργία μοντέλων ελέγχου και παρακολούθησης της διάβρωσης είναι απαραίτητο να καθοριστούν.
Κοινωνική και εκπαιδευτική εργασία απαιτείται επίσης να πραγματοποιηθεί, ώστε ο τοπικός πληθυσμός να αναγνωρίσει και αποδεχτεί τις συνέπειες του καθορισμού των ζωνών.
Απ’ ότι έχει παρατηρηθεί για μεγάλες χρονικές περιόδους δεν σημειώνονται αξιόλογες αλλαγές στους κλιματικούς παράγοντες. Εν τούτοις τα φαινόμενα καθίζησης στην κοιλάδα της Μεσσαράς λ.χ έχουν μειωθεί τα τελευταία 20 χρόνια.
Με σκοπό την αύξηση των διαθέσιμων ποσοτήτων νερού οι δυνατότητες για τεχνητή ανατροφοδότηση υπόγειων υδάτινων περιοχών, επαναχρησιμοποίησης ποσοτήτων νερού που χάνονται και κατασκευής φυσικών λιμνοδεξαμενών και φραγμάτων πρέπει να εξεταστούν.
Η Κυβέρνηση σ’ εκείνη τη συνάντηση με τον εκπρόσωπό της, Υπουργό Γεωργίας, επισήμανε, ότι η χώρα μας βιώνει τις δυσμενείς επιπτώσεις της ερημοποίησης με τη μείωση της αγροτικής παραγωγής, τη χαμηλή απόδοση των εδαφών, τη στέρηση των υδατικών πόρων και το μεγάλο κόστος των προϊόντων.
Για την αντιμετώπιση πρόσθεσε, ότι ενισχύονται μεγάλα έργα και παρεμβάσεις, όπως η δημιουργία μεγάλου δικτύου έργων λιμνοδεξαμενών και φραγμάτων.
Ιανουάριος 2021
Μιχάλης Τσαγκατάκης